Odvyknout στα ελληνικά

Μετάφραση: odvyknout, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκόβω, αποσπώ, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν
Odvyknout στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • odvrácení στα ελληνικά - παρέκβαση, παρεκτροπή, αποτροπή
  • odvrátit στα ελληνικά - σειρά, αποσπώ, παρεκτρέπω, αλλοτριώνω, στρίβω, διασπώ, παρεκκλίνω, ...
  • odvázat στα ελληνικά - λύνω, αποδέσμευση, αποδέσμευση της, λύσει, αποσύνδεση
  • odvážit στα ελληνικά - αποτολμώ, επιχειρώ, τολμώ, ζυγίζονται, ζυγίστε, ζυγίζεται, ζυγίζεται ποσότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Odvyknout στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκόβω, αποσπώ, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν