Okořenit στα ελληνικά

Μετάφραση: okořenit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοστιμίζω, περίοδος, καρυκεύω, περίοδο, καρύκευμα, μπαχαρικό, season
Okořenit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • okouzlující στα ελληνικά - μαγευτικός, σαγηνευτικός, γοητευτικός, Καλαίσθητο, γοητευτικό, γοητευτική, το γοητευτικό
  • okov στα ελληνικά - κουβάς, κρίκου, κρίκος, κρίκο, συνδετήρα, αγκίστρωσης
  • okořenění στα ελληνικά - καρύκευμα, άρτυμα, καρυκεύματος, καρυκευμάτων, καρύκευμα που
  • okořeněný στα ελληνικά - πικάντικος, ωριμασμένο, καρυκεύματα, έμπειρος, έμπειρο, καρυκευμένο
Τυχαίες λέξεις
Okořenit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοστιμίζω, περίοδος, καρυκεύω, περίοδο, καρύκευμα, μπαχαρικό, season