Καρυκεύω στα τσεχικά

Μετάφραση: καρυκεύω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
koření, příchuť, chuť, ochutit, kořenit, okořenit, kořením, spice
Καρυκεύω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καρυκεύω

καρυκεύω λεξικό γλώσσας τσεχικά, καρυκεύω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • καρτέρι στα τσεχικά - číhaná, nástraha, léčka, záloha, číhat, past, pasti, ...
  • καρτερία στα τσεχικά - shovívavost, strpení, stálost, trpělivost, vytrvalost, odolnost, vytrvalostní, ...
  • καρφί στα τσεχικά - hřeb, hřebík, zatknout, cvok, přitlouci, upřít, upevnit, ...
  • καρφίτσα στα τσεχικά - kolíček, jehlice, jehla, připnout, hrot, sponka, stanovit, ...
Τυχαίες λέξεις
Καρυκεύω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: koření, příchuť, chuť, ochutit, kořenit, okořenit, kořením, spice