Omezování στα ελληνικά
Μετάφραση: omezování, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορισμός, εξαναγκασμός, φραγμός, περιστολή, συστολή, περιορισμού, περιορισμούς, τους περιορισμούς, Περιορισμοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- omezit στα ελληνικά - προκρίνομαι, περιστέλλω, κράσπεδο, χαλιναγωγώ, μειώνω, αναχαιτίζω, περιορίζω, ...
- omezovat στα ελληνικά - αναχαιτίζω, τσιγκουνεύομαι, δεμένος, περιορίζω, αναστέλλουν, αναστέλλει, αναστέλλουν την, ...
- omilostnit στα ελληνικά - συγχωρώ, συγχώρηση, χάρη, αναστολή καταδίκης, αναστολή, χάριτος, ανάπαυλα, ...
- omilostnění στα ελληνικά - επιείκεια, αμνηστία, αναστολή καταδίκης, αναστολή, χάριτος, ανάπαυλα, περίοδο χάριτος
Τυχαίες λέξεις
Omezování στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορισμός, εξαναγκασμός, φραγμός, περιστολή, συστολή, περιορισμού, περιορισμούς, τους περιορισμούς, Περιορισμοί
Μεταφράσεις: περιορισμός, εξαναγκασμός, φραγμός, περιστολή, συστολή, περιορισμού, περιορισμούς, τους περιορισμούς, Περιορισμοί