Otřít στα ελληνικά
Μετάφραση: otřít, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκούπα, σκουπίζω, βούρτσα, σφουγγαρίζω, σφουγγαρίστρα, τρίβω, βουρτσίζω, πινέλο, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akné στα ελληνικά - ακμή, ακμής, την ακμή, της ακμής, η ακμή
- despotický στα ελληνικά - δεσποτικός, καταπιεστικός, αυθαίρετος, αυταρχικός, δεσποτική, δεσποτικό, δεσποτικές
- dopravce στα ελληνικά - φορέας, μεταφορέας, φορέα, μεταφορέα, μεταφορικής
- koncern στα ελληνικά - ανησυχία, προβληματισμός, συνδυάζω, ενδιαφέρον, αφορούν, την ανησυχία, ανησυχίες, ...
Τυχαίες λέξεις
Otřít στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκούπα, σκουπίζω, βούρτσα, σφουγγαρίζω, σφουγγαρίστρα, τρίβω, βουρτσίζω, πινέλο, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
Μεταφράσεις: σκούπα, σκουπίζω, βούρτσα, σφουγγαρίζω, σφουγγαρίστρα, τρίβω, βουρτσίζω, πινέλο, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε