Příčný στα ελληνικά

Μετάφραση: příčný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλίνω, γέμισμα, σταυρός, πλάγιος, διασχίζω, γέρνω, εγκάρσιος, εγκάρσια, εγκάρσιο, εγκάρσιες, εγκάρσιας
Příčný στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fonologie στα ελληνικά - φωνολογία, φωνολογίας, τη φωνολογία, φωνολογικό, φωνολογίας της
  • legie στα ελληνικά - λεγεώνα, λεγεώνας, Legion, λεγεώνα των, η λεγεώνα
  • naostřit στα ελληνικά - ακονίζω, χείλος, περιστόμιο, ξύνω, άκρη, τροχίζω, ακόνισμα, ...
  • narvat στα ελληνικά - κολλήσει, ραβδί, επιμείνουμε, να κολλήσει, κολλήσετε
Τυχαίες λέξεις
Příčný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλίνω, γέμισμα, σταυρός, πλάγιος, διασχίζω, γέρνω, εγκάρσιος, εγκάρσια, εγκάρσιο, εγκάρσιες, εγκάρσιας