Přívrženec στα ελληνικά
Μετάφραση: přívrženec, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρτιζάνος, υποστηρικτής, οπαδός, αντάρτης, θιασώτης, κομματική, κομματικά
Μεταφράσεις
- dílec στα ελληνικά - τομή, τμήμα, πρόσφορος, συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, συστατικού, ...
- hmotně στα ελληνικά - υλικά, ουσιαστικά, σημαντικά, ουσιωδώς, ουσιαστικό
- neřešitelný στα ελληνικά - αδιάλυτος, άλυτο, άλυτα, ανεπίλυτο, ανεπίλυτα, αδύνατον να λυθεί
- ornament στα ελληνικά - στολίδι, κόσμημα, διακόσμηση, διακοσμητικό, διακοσμήσεων
Τυχαίες λέξεις
Přívrženec στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρτιζάνος, υποστηρικτής, οπαδός, αντάρτης, θιασώτης, κομματική, κομματικά
Μεταφράσεις: παρτιζάνος, υποστηρικτής, οπαδός, αντάρτης, θιασώτης, κομματική, κομματικά