Přepracování στα ελληνικά
Μετάφραση: přepracování, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσαρμογή, διασκευή, υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akcie στα ελληνικά - μοιράζω, κλήρος, μοιράζομαι, μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, μετοχικού, ...
- eskamotér στα ελληνικά - ταχυδακτυλουργός, ζογκλέρ, Juggler, ταχυδακτυλουργό, ταχυδακτυλουργό που
- filharmonický στα ελληνικά - φιλαρμονικός, φιλαρμονικό, φιλαρμονικές, φιλαρμονική, φιλαρμονικής
- horší στα ελληνικά - παρακατιανός, κατώτερος, υποδεέστερος, χειρότερος, χειρότερα, χειρότερη, χειρότερο, ...
Τυχαίες λέξεις
Přepracování στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσαρμογή, διασκευή, υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση
Μεταφράσεις: προσαρμογή, διασκευή, υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση