Přepravovat στα ελληνικά
Μετάφραση: přepravovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταβιβάζω, μεταδίδω, διαβιβάζω, κουβαλώ, μεταφέρω, μεταφορά, μεταφορών, μεταφοράς, μεταφορές, των μεταφορών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezstarostný στα ελληνικά - ατάσθαλος, απερίσκεπτος, απρόσεκτος, αμέριμνος, ξέγνοιαστος, ανέμελος, ευτυχής, ...
- křupat στα ελληνικά - κροτάλισμα, ρωγμή, ράγισμα, σπάζω, τριζοβολώ, τρίξιμο, ραγίζω, ...
- mimochodem στα ελληνικά - από τον τρόπο, με τον τρόπο, από τον τρόπο με, παρεμπιπτόντως, από το δρόμο
- násilný στα ελληνικά - βίαιος, βίαιη, βίαιες, βίαιων, βίαια
Τυχαίες λέξεις
Přepravovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταβιβάζω, μεταδίδω, διαβιβάζω, κουβαλώ, μεταφέρω, μεταφορά, μεταφορών, μεταφοράς, μεταφορές, των μεταφορών
Μεταφράσεις: μεταβιβάζω, μεταδίδω, διαβιβάζω, κουβαλώ, μεταφέρω, μεταφορά, μεταφορών, μεταφοράς, μεταφορές, των μεταφορών