Přesáhnout στα ελληνικά
Μετάφραση: přesáhnout, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερβαίνω, ξεπερνώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dračice στα ελληνικά - μέγαιρα, στρίγγλα, λύσσα, μανία, οργή, Vixen, δύστροπη γυναίκα, ...
- let στα ελληνικά - πτήση, ιπτάμενος, φυγή, πτήσης, πτήσεων, της πτήσης, την πτήση
- mansarda στα ελληνικά - σοφίτα, πατάρι, σοφίτας, αττικό, στη σοφίτα
- nakažlivý στα ελληνικά - κολλητικός, μεταδοτικός, μεταδοτική, μεταδοτικών, μεταδοτικής, μεταδοτικές
Τυχαίες λέξεις
Přesáhnout στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερβαίνω, ξεπερνώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Μεταφράσεις: υπερβαίνω, ξεπερνώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το