Přetržení στα ελληνικά

Μετάφραση: přetržení, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θραύση, θλάση, διακοπή, διάσπαση, διάλειμμα, σπάσιμο
Přetržení στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bahnitý στα ελληνικά - ιλυώδης, λασπωμένος, λασπώδης, γλοιώδης, πηλώδης
  • dryáčník στα ελληνικά - τσαρλατάνος, τσαρλατάνο, τσαρλατάνου, τσαρλατάνων, αγύρτη
  • explicitní στα ελληνικά - κατηγορηματικός, ρητός, σαφής, ρητή, ρητά, σαφή
  • modlitebna στα ελληνικά - εξωκλήσι, παρεκκλήσι, εκκλησάκι, ξωκλήσι, παρεκκλήσιο, παρεκκλησίου
Τυχαίες λέξεις
Přetržení στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θραύση, θλάση, διακοπή, διάσπαση, διάλειμμα, σπάσιμο