Pevně στα ελληνικά
Μετάφραση: pevně, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γρήγορος, σταθερά, σταθερός, εδραίος, ακράδαντα, γρήγορα, σφικτά, εταιρία, καλά, σθεναρά, γερά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hrabivost στα ελληνικά - βουλιμία, αρπακτικότητα, απληστία, απληστίας, την απληστία, η απληστία, πλεονεξία
- kalnost στα ελληνικά - θολότητα, θολερότητα, θολερότητας, θολότητας, θολότητος
- kolonie στα ελληνικά - αποικία, οικισμός, παροικία, αποικίας, αποικιών, αποικίες, των αποικιών
- mansarda στα ελληνικά - σοφίτα, πατάρι, σοφίτας, αττικό, στη σοφίτα
Τυχαίες λέξεις
Pevně στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γρήγορος, σταθερά, σταθερός, εδραίος, ακράδαντα, γρήγορα, σφικτά, εταιρία, καλά, σθεναρά, γερά
Μεταφράσεις: γρήγορος, σταθερά, σταθερός, εδραίος, ακράδαντα, γρήγορα, σφικτά, εταιρία, καλά, σθεναρά, γερά