Plíšek στα ελληνικά
Μετάφραση: plíšek, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φύλλο, Plíšek
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abstraktní στα ελληνικά - θεωρητικός, περίληψη, αφηρημένο, αφηρημένη, αφηρημένα, αφηρημένες
- globální στα ελληνικά - συσσωμάτωμα, σύνολο, στρατηγός, γενικός, ολικός, παγκόσμια, παγκόσμιες, ...
- novinářka στα ελληνικά - δημοσιογράφος, δημοσιογράφου, δημοσιογράφο, ο δημοσιογράφος
Τυχαίες λέξεις
Plíšek στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φύλλο, Plíšek
Μεταφράσεις: φύλλο, Plíšek