Plýtvání στα ελληνικά
Μετάφραση: plýtvání, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπατάλη, σπαταλώ, λύμα, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Μεταφράσεις
- bezprostředně στα ελληνικά - αμέσως, άμεσα, άμεση, πάραυτα
- bezúčelný στα ελληνικά - άσκοπος, ανωφελής, άσκοπη, άσκοπες, άσκοπο, άσκοπων
- dlužný στα ελληνικά - πρέπων, απαιτούμενος, λόγω, οφείλεται, εξαιτίας, λόγω της, οφείλονται
- kapesník στα ελληνικά - χαρτοπετσέτα, μαντήλι, πετσέτα, πετσετάκι, μαντίλι, μαντιλιού, το μαντίλι, ...
Τυχαίες λέξεις
Plýtvání στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπατάλη, σπαταλώ, λύμα, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα
Μεταφράσεις: σπατάλη, σπαταλώ, λύμα, απόβλητα, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, τα απόβλητα