Požárník στα ελληνικά
Μετάφραση: požárník, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυροσβέστης, fireworker
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- donucovat στα ελληνικά - εξαναγκάζω, βία, κάνω, δύναμη, φτιάχνω, κατασκευάζω, εξαναγκάσει, ...
- doprava στα ελληνικά - κυκλοφορία, συνεπαίρνω, μεταφέρω, δοσοληψία, βαγόνι, άμαξα, εξυπηρέτηση, ...
- etnický στα ελληνικά - εθνικός, εθνοτικής, εθνοτική, εθνοτικών, εθνοτικές, εθνικής
- jmenování στα ελληνικά - ραντεβού, υποψηφιότητα, συνάντηση, ορισμός, χρίσμα, διορισμός, διορισμό, ...
Τυχαίες λέξεις
Požárník στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυροσβέστης, fireworker
Μεταφράσεις: πυροσβέστης, fireworker