Požívat στα ελληνικά
Μετάφραση: požívat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταναλώνω, απολαμβάνω, απολαύσετε, απολαύσουν, απολαμβάνουν, να απολαύσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ignorovat στα ελληνικά - παραβλέπω, αγνοώ, αμέλεια, αμελώ, αγνοήσει, αγνοήσετε, αγνοούν, ...
- klopýtnutí στα ελληνικά - παραπατώ, τρικλίζω, σκουντουφλώ, παραπάτημα, ολίσθημα, σκοντάψει, σκοντάφτουν, ...
- konflikt στα ελληνικά - μάχη, πόλεμος, καταπολεμώ, αγώνας, αγωνίζομαι, σύγκρουση, συγκρούσεων, ...
- nactiutrhačný στα ελληνικά - δυσφημιστικός, συκοφαντικός, δυσφημιστικό, δυσφημιστική, δυσφημιστικές, δυσφημιστικού, συκοφαντικό
Τυχαίες λέξεις
Požívat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταναλώνω, απολαμβάνω, απολαύσετε, απολαύσουν, απολαμβάνουν, να απολαύσετε
Μεταφράσεις: καταναλώνω, απολαμβάνω, απολαύσετε, απολαύσουν, απολαμβάνουν, να απολαύσετε