Podíl στα ελληνικά
Μετάφραση: podíl, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτόκιο, μερίδα, εξάρτημα, ενδιαφέρον, μερίδιο, αναλογία, μοιράζω, μοιράζομαι, χωρίζω, τόκος, κλήρος, κλάσμα, συστατικός, μετοχή, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- našlehat στα ελληνικά - μαστιγώνω, χτυπημένη, σαντιγί, κτυπημένη, κτυπημένης, κτυπημένο
- nesouhlasný στα ελληνικά - παραχονδρός, παράφωνος, ασύμφωνου, ασύμφωνων, ασύμφωνα
- nezdravý στα ελληνικά - αδιάθετος, ανθυγιεινός, ανθυγιεινά, ανθυγιεινές, ανθυγιεινών, ανθυγιεινή
- náhradník στα ελληνικά - αναπληρώνω, αντικαταστάτης, αναπληρωματικός, υποκαθιστώ, αντικατάσταση, εναλλάσσω, αναπληρωτής, ...
Τυχαίες λέξεις
Podíl στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτόκιο, μερίδα, εξάρτημα, ενδιαφέρον, μερίδιο, αναλογία, μοιράζω, μοιράζομαι, χωρίζω, τόκος, κλήρος, κλάσμα, συστατικός, μετοχή, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο
Μεταφράσεις: επιτόκιο, μερίδα, εξάρτημα, ενδιαφέρον, μερίδιο, αναλογία, μοιράζω, μοιράζομαι, χωρίζω, τόκος, κλήρος, κλάσμα, συστατικός, μετοχή, μεριδίου, μετοχικού, το μερίδιο