Εξάρτημα στα τσεχικά

Μετάφραση: εξάρτημα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kus, komponent, součást, prvek, podíl, díl, složka, součástka, element, komponenta, složkou
Εξάρτημα στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξάρτημα

εξάρτημα χορτοκοπτικού μεγίστης αποδόσεως, εξάρτημα κρεατομηχανής (για chef – major) at950b, εξάρτημα συνώνυμο, εξάρτημα κρεατομηχανής (για chef – major) at950b τιμη, εξάρτημα handsfree για ασύρματα τηλέφωνα, εξάρτημα λεξικό γλώσσας τσεχικά, εξάρτημα στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • εξάπτω στα τσεχικά - zapalovat, roznítit, podnítit, rozněcovat, podněcovat, rozdmýchat, zanítit, ...
  • εξάρθρωση στα τσεχικά - výkrut, vykloubení, rozmístění, narušení, dislokace, dislokaci
  • εξάρτηση στα τσεχικά - spoléhání, důvěra, spolehnutí, vztah, závislost, návyk, závislosti, ...
  • εξάτμιση στα τσεχικά - výfuk, výpust, vypumpovat, uhnat, odsávat, vyprázdnit, uštvat, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξάρτημα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: kus, komponent, součást, prvek, podíl, díl, složka, součástka, element, komponenta, složkou