Posel στα ελληνικά

Μετάφραση: posel, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιεραπόστολος, κήρυκας, φορέας, υδράργυρος, αθλητής, πρεσβευτής, αγγελιοφόρος, πρέσβης, δρομέας, αγγελιαφόρος, Messenger, αγγελιοφόρο, αγγελιοφόρου
Posel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • césura στα ελληνικά - τομή, caesura
  • kriminologie στα ελληνικά - εγκληματολογία, Εγκληματολογίας, Εγκληματολογικού, Εγκληματολογικών
  • lingvální στα ελληνικά - γλωσσικός, γλωσσική, γλωσσικό, γλωσσικές, γλωσσικά
  • oslabení στα ελληνικά - αποδυνάμωση, εξασθένηση, εξασθένιση, εξασθένησης, εξασθένισης
Τυχαίες λέξεις
Posel στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιεραπόστολος, κήρυκας, φορέας, υδράργυρος, αθλητής, πρεσβευτής, αγγελιοφόρος, πρέσβης, δρομέας, αγγελιαφόρος, Messenger, αγγελιοφόρο, αγγελιοφόρου