Posluchačstvo στα ελληνικά

Μετάφραση: posluchačstvo, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου
Posluchačstvo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • altruista στα ελληνικά - αλτρουιστής, αλτρουιστή, αλτρουιστών, αλτρουιστικά, altruist
  • farní στα ελληνικά - ενορία, ενορίας, κοινότητα, ενοριακός, ενοριακή
  • obklopit στα ελληνικά - πυξίδα, περικυκλώνω, τυλίγω, πλαισιώνω, γύρος, πλαισίωση, γόνατα, ...
  • opotřebení στα ελληνικά - τριβή, φορώ, αμυχή, απόξεση, φθορά, φορούν, φοράτε, ...
Τυχαίες λέξεις
Posluchačstvo στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου