Posluchačstvo στα ελληνικά
Μετάφραση: posluchačstvo, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου
![Posluchačstvo στα ελληνικά Posluchačstvo στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-cz-gr-11014.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- altruista στα ελληνικά - αλτρουιστής, αλτρουιστή, αλτρουιστών, αλτρουιστικά, altruist
- farní στα ελληνικά - ενορία, ενορίας, κοινότητα, ενοριακός, ενοριακή
- obklopit στα ελληνικά - πυξίδα, περικυκλώνω, τυλίγω, πλαισιώνω, γύρος, πλαισίωση, γόνατα, ...
- opotřebení στα ελληνικά - τριβή, φορώ, αμυχή, απόξεση, φθορά, φορούν, φοράτε, ...
Τυχαίες λέξεις
Posluchačstvo στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου
Μεταφράσεις: ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου