Potvrzovat στα ελληνικά

Μετάφραση: potvrzovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρατώ, συντηρώ, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, υποστηρίζω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε
Potvrzovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • artyčok στα ελληνικά - αγκινάρα, αγκινάρας, της αγκινάρας, αγκινάρες, την αγκινάρα
  • bříza στα ελληνικά - σημύδα, σημύδας, σημύδων, η σημύδα, από σημύδα
  • internát στα ελληνικά - οίκος, ξενοδοχείο, Hostel, ξενώνας, ξενώνα, ο ξενώνας
  • odstředit στα ελληνικά - περιστροφή, γύρισμα, σπιν, περιστροφής, γύρο
Τυχαίες λέξεις
Potvrzovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρατώ, συντηρώ, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, υποστηρίζω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε