Pracovní στα ελληνικά
Μετάφραση: pracovní, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γρατσουνίζω, γρατσουνιά, ξύνω, αμυχή, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Μεταφράσεις
- adjektivum στα ελληνικά - επίθετο, επιθέτου, προσδιορισμός, επίθετο που
- apatit στα ελληνικά - απατίτης, απατίτη, επικάλυψη απατίτη, με επικάλυψη απατίτη, απατίτου
- heroismus στα ελληνικά - ηρωϊσμός, ηρωισμό, ηρωισμού, τον ηρωισμό, ηρωισμός
- komunista στα ελληνικά - κομμουνιστής, κομμουνιστικός, Κομμουνιστικό, Κομμουνιστικού, Κομμουνιστικής, κομμουνιστική
Τυχαίες λέξεις
Pracovní στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γρατσουνίζω, γρατσουνιά, ξύνω, αμυχή, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Μεταφράσεις: γρατσουνίζω, γρατσουνιά, ξύνω, αμυχή, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται