Procházet στα ελληνικά

Μετάφραση: procházet, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περπατώ, σεργιανίζω, σουλατσάρω, βόσκω, περάσουν από, περάσει, περάσουν, να περάσουν από, περνούν από
Procházet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • depozitář στα ελληνικά - ίζημα, αποθήκη, επαναθέτω, ταμείο, προσχώνω, θεματοφυλάκιο, Αποθετήριο, ...
  • hradlo στα ελληνικά - βελόνα, πύλη, πύλης, πόρτα, θύρα, πόρτας
  • kolejnice στα ελληνικά - σιδηροδρομικές, σιδηροδρομικών, σιδηροδρομικού, σιδηροδρομικής, των σιδηροδρομικών
  • nasadit στα ελληνικά - υποθέτω, βουνό, καθορισμένος, βάζω, πάσσαλος, ανεβαίνω, αυξάνομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Procházet στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περπατώ, σεργιανίζω, σουλατσάρω, βόσκω, περάσουν από, περάσει, περάσουν, να περάσουν από, περνούν από