Restaurovat στα ελληνικά
Μετάφραση: restaurovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακτώ, ανακαινίζω, αναστηλώνω, αποκαθιστώ, αποκατασταθεί, αποκαταστήσει, την αποκατάσταση, επαναφέρετε, την αποκατάσταση της
Μεταφράσεις
- archaický στα ελληνικά - απαρχαιωμένος, αρχαίος, αρχαϊκός, αρχαϊκή, αρχαϊκό, αρχαϊκά, αρχαϊκής
- evangelista στα ελληνικά - ευαγγελιστής, ευαγγελιστή, Ευαγγελιστού, Evangelist, Ευαγγελική
- impotentní στα ελληνικά - ανίκανος, ανίκανη, αδύναμοι, ανίσχυρη, ανίκανοι
- křičet στα ελληνικά - κραυγή, φωνάζω, αναφωνώ, κλαίω, στριγκλίζω, τηλεφωνώ, στριγγλίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Restaurovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακτώ, ανακαινίζω, αναστηλώνω, αποκαθιστώ, αποκατασταθεί, αποκαταστήσει, την αποκατάσταση, επαναφέρετε, την αποκατάσταση της
Μεταφράσεις: ανακτώ, ανακαινίζω, αναστηλώνω, αποκαθιστώ, αποκατασταθεί, αποκαταστήσει, την αποκατάσταση, επαναφέρετε, την αποκατάσταση της