Riskovat στα ελληνικά

Μετάφραση: riskovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιχειρώ, ρισκάρω, αποτολμώ, πάσσαλος, διακυβεύω, πιθανότητα, ευκαιρία, τολμώ, τύχη, συγκυρία, ριψοκινδυνεύω, κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου
Riskovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • letovat στα ελληνικά - κολλώ, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων
  • markýz στα ελληνικά - μαρκήσιος, Marquis, μαρκήσιο, γρίλλιων, μαρκησίου
  • nástupce στα ελληνικά - κληρονόμος, διάδοχος, διάδοχο, διαδόχου, διάδοχός, διάδοχό
  • odpuzující στα ελληνικά - απωθητικός, αντιπαθητικός, απωθητικό, απωθητική, απωθητικές, απώθησης, απωθητικά
Τυχαίες λέξεις
Riskovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιχειρώ, ρισκάρω, αποτολμώ, πάσσαλος, διακυβεύω, πιθανότητα, ευκαιρία, τολμώ, τύχη, συγκυρία, ριψοκινδυνεύω, κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου