Τολμώ στα τσεχικά

Μετάφραση: τολμώ, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
riziko, náhoda, odvážit, spekulace, riskovat, odvážit se, odváží, neodvážil, neodváží
Τολμώ στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τολμώ

τολμώ στα αγγλικά, τολμώ σπεράντζα βρανά, τολμώ συνώνυμο, τολμώ σίγμα, τολμώ στίχοι, τολμώ λεξικό γλώσσας τσεχικά, τολμώ στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • τοκογλύφος στα τσεχικά - lichvář
  • τολμηρός στα τσεχικά - odvážný, dobrodružný, podnikavý, riskantní, statečný, smělý, skvělý, ...
  • τολύπη στα τσεχικά - funět, vydechnout, supět, fouknout, fouknutí, vyfouknout, závan, ...
  • τομέας στα τσεχικά - prostor, obor, pole, role, říše, království, terén, ...
Τυχαίες λέξεις
Τολμώ στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: riziko, náhoda, odvážit, spekulace, riskovat, odvážit se, odváží, neodvážil, neodváží