Διακυβεύω στα τσεχικά

Μετάφραση: διακυβεύω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
riskovat, kompromis, náhoda, urovnání, riziko, ústupek, hazardovat, dohoda, smír, nebezpečí, kompromitovat, sázka, kůl, Vklad, podíl, podílu
Διακυβεύω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακυβεύω

διακυβεύω συνώνυμο, διακυβεύω βικιλεξικο, διακυβεύω ετυμολογία, διακυβευω συνώνυμα, διακυβεύω ορισμός, διακυβεύω λεξικό γλώσσας τσεχικά, διακυβεύω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • διακριτικός στα τσεχικά - opatrný, rozvážný, obezřelý, diskrétní, nevtíravý, nespojitý, nenápadný, ...
  • διακριτικότητα στα τσεχικά - obezřetnost, taktnost, opatrnost, mlčenlivost, uvážení, diskrétnost, prozíravost, ...
  • διακυμαίνομαι στα τσεχικά - paleta, doména, oblast, rozsah, sortiment, místo, pásmo, ...
  • διακόπτης στα τσεχικά - rákoska, vznícení, zapínat, přehodit, vzplanutí, spínač, výměna, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακυβεύω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: riskovat, kompromis, náhoda, urovnání, riziko, ústupek, hazardovat, dohoda, smír, nebezpečí, kompromitovat, sázka, kůl, Vklad, podíl, podílu