Rozlišující στα ελληνικά
Μετάφραση: rozlišující, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεχωριστός, διακεκριμένος, Διακεκριμένοι, Διακεκριμένο, Διακεκριμένη, Διακεκριμένου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brebtat στα ελληνικά - κελαρύζω, ασυναρτησίες, φλυαρώ, τσιρίζω, σαλιάρισμα, σαλιαρίζω, ακατανόητη ομιλία, ...
- buržoazní στα ελληνικά - αστός, αστική, αστικής, αστικό, αστικού
- examinátor στα ελληνικά - εξεταστής, εξεταστή, Examiner, εξετάστριας, εξετάστρια
- kotelna στα ελληνικά - λεβητοστάσιο, λεβητοστασίου, το λεβητοστάσιο, λεβητοστασίων
Τυχαίες λέξεις
Rozlišující στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεχωριστός, διακεκριμένος, Διακεκριμένοι, Διακεκριμένο, Διακεκριμένη, Διακεκριμένου
Μεταφράσεις: ξεχωριστός, διακεκριμένος, Διακεκριμένοι, Διακεκριμένο, Διακεκριμένη, Διακεκριμένου