Sdružovat στα ελληνικά
Μετάφραση: sdružovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδυάζω, σύντροφος, συνέταιρος, συσχετίζω, αγέλη, κοπάδι, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drancovat στα ελληνικά - ρημάζω, λεφτά, λάφυρα, καταστρέφω, λεηλατώ, τσουβάλι, σάκος, ...
- imunizovat στα ελληνικά - διασφαλίζω, ανοσοποιώ, ανοσοποιούν, ανοσοποιεί, ανοσοποίηση
- kalit στα ελληνικά - θολός, διάθεση, αμυδρός, κρύβω, σκοτεινός, θολωμένος, σκληραίνω, ...
- mašinérie στα ελληνικά - μηχάνημα, μηχανή, μηχανής, μηχανήματος, πλυντήριο
Τυχαίες λέξεις
Sdružovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδυάζω, σύντροφος, συνέταιρος, συσχετίζω, αγέλη, κοπάδι, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
Μεταφράσεις: συνδυάζω, σύντροφος, συνέταιρος, συσχετίζω, αγέλη, κοπάδι, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη