Semínko στα ελληνικά

Μετάφραση: semínko, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμφυτεύω, σπέρνω, σπόρος, σπόρων, σπόρων προς σπορά, σπόρους, σπόρου
Semínko στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • generalizace στα ελληνικά - γενίκευση, γενικότητα, γενίκευσης, τη γενίκευση, η γενίκευση
  • jednotlivost στα ελληνικά - λεπτομέρεια, απαριθμώ, μοναδικότητα, ιδιομορφία, ιδιαιτερότητα, ιδιομορφίας, ανωμαλία
  • máchání στα ελληνικά - απόπλυση
  • neštovička στα ελληνικά - φλύκταινες, φλυκταινών, pustules, οι φλύκταινες, τις φλύκταινες
Τυχαίες λέξεις
Semínko στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμφυτεύω, σπέρνω, σπόρος, σπόρων, σπόρων προς σπορά, σπόρους, σπόρου