Sexuální στα ελληνικά
Μετάφραση: sexuální, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φύλο, έρωτας, σεξουαλικός, σεξ, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, της σεξουαλικής
Μεταφράσεις
- dunění στα ελληνικά - μπουμπουνίζω, έξαρση, βροντές, βροντώ, σιγοβροντώ, βουίξτε, Rumble, ...
- dějiny στα ελληνικά - ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού
- motorizovat στα ελληνικά - εφοδιάζω με αυτόματο κινητήρα, αυτόματο μηχανισμό, αυτόματο μηχανισμό σε, αυτοκίνηση, η αυτοκίνηση
- nenáviděný στα ελληνικά - διαβολικός, ειδεχθής, απεχθής, αποκρουστικός, μισητός, απεχθείς, απεχθές
Τυχαίες λέξεις
Sexuální στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φύλο, έρωτας, σεξουαλικός, σεξ, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, της σεξουαλικής
Μεταφράσεις: φύλο, έρωτας, σεξουαλικός, σεξ, σεξουαλική, σεξουαλικής, τη σεξουαλική, της σεξουαλικής