Slučovat στα ελληνικά
Μετάφραση: slučovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπεδώνω, συγχωνεύω, φιτίλι, εδραιώνω, αναμιγνύω, ενώνω, ανακατώνω, φυτίλι, συνδυάζω, ανακατεύω, ενοποιώ, μίγμα, συνενώνω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bídný στα ελληνικά - οικτρός, καημένος, ταπεινός, αξιολύπητος, χάλια, άθλιος, βρώμικος, ...
- energický στα ελληνικά - ρωμαλέος, εμφατικός, ενεργητικός, κατηγορηματικός, ισχυρός, αποφασιστικός, καθοριστικός, ...
- hromadný στα ελληνικά - κοινός, συνηθισμένος, συλλογικός, μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, ...
- nahradit στα ελληνικά - αμείβω, γυρίζω, επιστρέφω, ξεπληρώνω, επαναφέρω, εκτοπίζω, αναπληρώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Slučovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπεδώνω, συγχωνεύω, φιτίλι, εδραιώνω, αναμιγνύω, ενώνω, ανακατώνω, φυτίλι, συνδυάζω, ανακατεύω, ενοποιώ, μίγμα, συνενώνω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει
Μεταφράσεις: εμπεδώνω, συγχωνεύω, φιτίλι, εδραιώνω, αναμιγνύω, ενώνω, ανακατώνω, φυτίλι, συνδυάζω, ανακατεύω, ενοποιώ, μίγμα, συνενώνω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει