Spočívat στα ελληνικά

Μετάφραση: spočívat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κείμαι, ψεύδομαι, ξεκουράζομαι, υπόλοιπος, ησυχασμός, αποτελούνται, αποτελείται, συνίστανται, συνίσταται, να αποτελείται
Spočívat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asexuální στα ελληνικά - άφυλος, ασεξουαλικών, ασεξουαλική, μονογονική, μονογονικός
  • federální στα ελληνικά - ομοσπονδιακός, Ομοσπονδιακή, ομοσπονδιακό, ομοσπονδιακές, ομοσπονδιακής
  • kov στα ελληνικά - μέταλλο, μετάλλου, μετάλλων, μεταλλικό, μεταλλικά
  • nekonečný στα ελληνικά - άπειρος, απεριόριστος, άπειρη, άπειρο, άπειρες, άπειρα
Τυχαίες λέξεις
Spočívat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κείμαι, ψεύδομαι, ξεκουράζομαι, υπόλοιπος, ησυχασμός, αποτελούνται, αποτελείται, συνίστανται, συνίσταται, να αποτελείται