Spojení στα ελληνικά

Μετάφραση: spojení, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδέω, σχέση, συνδυασμός, σύνδεσμος, πνιγηρός, σωματειακός, ανταπόκριση, αγγίζω, επικοινωνία, κρίκος, αναμέτρηση, κολλητός, σύνδεση, επαφή, πινελιά, μοιράζω, σύνδεσης, πλαίσιο, σχετικά
Spojení στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kamera στα ελληνικά - κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή, κάμερας, φωτογραφικής μηχανής
  • kaskáda στα ελληνικά - καταρράκτης, καταρράκτη, σειρά, αλληλουχία, αλληλουχίας
  • koncový στα ελληνικά - τελικός, τέλος, άκρο, τέλη, σκοπό, λήξη
  • nadutý στα ελληνικά - αλαζονικός, περήφανος, καμαρωτός, υπεροπτικός, αλαζόνας, υπερόπτης, φαντασμένος
Τυχαίες λέξεις
Spojení στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδέω, σχέση, συνδυασμός, σύνδεσμος, πνιγηρός, σωματειακός, ανταπόκριση, αγγίζω, επικοινωνία, κρίκος, αναμέτρηση, κολλητός, σύνδεση, επαφή, πινελιά, μοιράζω, σύνδεσης, πλαίσιο, σχετικά