Spojený στα ελληνικά

Μετάφραση: spojený, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άρθρωση, γόμφος, σύμμαχος, συμμαχικός, κοινός, κοψίδι, σε συνδυασμό, συνδυασμό, συζευγμένο, συζευγμένη, συζεύγνυται
Spojený στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bydlet στα ελληνικά - μένω, ζωντανός, διατριβή, εμμένω, κατοικώ, διαμένω, σφηνώνω, ...
  • lept στα ελληνικά - χαλκογραφία, χάραξη, χάραξης, χαρακτική, χαράξεως
  • nedůstojný στα ελληνικά - άπρεπος, ανάξιος, ανάξια, ανάξιο, ανάξιοι, ανάξιες
  • odměna στα ελληνικά - απονέμω, βραβείο, κατακυρώνω, ανταμοιβή, ποδοκόπι, δίδακτρα, πριμοδότηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Spojený στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άρθρωση, γόμφος, σύμμαχος, συμμαχικός, κοινός, κοψίδι, σε συνδυασμό, συνδυασμό, συζευγμένο, συζευγμένη, συζεύγνυται