Společník στα ελληνικά
Μετάφραση: společník, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσχετίζω, ακόλουθος, τύπος, σύντροφος, συνέταιρος, συνάδελφος, ταίρι, άντρας, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dmout στα ελληνικά - πρήζω, εξογκώνω, φουσκώνω
- klíč στα ελληνικά - ίχνος, κλειδί, στραμπουλίζω, αποσπώ, πλήκτρο, βασικό, βασικά, ...
- ochota στα ελληνικά - θέληση, προαίρεση, προθυμία, γρηγοράδα, διαθήκη, την προθυμία, βούληση, ...
- olejovitý στα ελληνικά - χόνδρος, χοντρός, λίπος, ελαιώδης, ελαιώδες, ελαιώδη, ελαιώδους, ...
Τυχαίες λέξεις
Společník στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσχετίζω, ακόλουθος, τύπος, σύντροφος, συνέταιρος, συνάδελφος, ταίρι, άντρας, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός
Μεταφράσεις: συσχετίζω, ακόλουθος, τύπος, σύντροφος, συνέταιρος, συνάδελφος, ταίρι, άντρας, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, σύντροφός