Střízlivý στα ελληνικά
Μετάφραση: střízlivý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυστηρός, νηφάλιος, ξεμέθυστος, νηφάλια, νηφάλιο, νηφάλιοι, διακριτικό
Μεταφράσεις
- chřupat στα ελληνικά - δόντια, δοντιών, τα δόντια, οδόντων, των δοντιών
- konflikt στα ελληνικά - μάχη, πόλεμος, καταπολεμώ, αγώνας, αγωνίζομαι, σύγκρουση, συγκρούσεων, ...
- křídlo στα ελληνικά - επίπεδο, πλάνη, φτερό, στάθμη, ροκάνι, πτέρυγα, πλευρά, ...
- nádvoří στα ελληνικά - προαύλιο, ερωτοτροπώ, αυλή, δικαστήριο, αυλής, στην αυλή
Τυχαίες λέξεις
Střízlivý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυστηρός, νηφάλιος, ξεμέθυστος, νηφάλια, νηφάλιο, νηφάλιοι, διακριτικό
Μεταφράσεις: αυστηρός, νηφάλιος, ξεμέθυστος, νηφάλια, νηφάλιο, νηφάλιοι, διακριτικό