Starostlivý στα ελληνικά
Μετάφραση: starostlivý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγχώδης, προσεκτικός, ανήσυχος, έμφροντις, αδημονών, εδιαφερόμενος, σχολαστικό, ταχέως μια
Μεταφράσεις
- kymácení στα ελληνικά - τρεκλίζω, ταλαντεύομαι, πείθω, λικνίζομαι, τροχαίο, κύλισης, κυλιόμενο, ...
- lapit στα ελληνικά - αρπάζω, πιάνω, μέτωπα, πρώτη γραμμή, πρώτες γραμμές
- onanovat στα ελληνικά - αυνανισμό, αυνανίζεται, masturbating, να αυνανίζεται, αυνανίζονται
- opojný στα ελληνικά - πάνα, μεθυστικός, μεθυστικό, μεθυστική, μεθυστικά, μεθυστικές
Τυχαίες λέξεις
Starostlivý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγχώδης, προσεκτικός, ανήσυχος, έμφροντις, αδημονών, εδιαφερόμενος, σχολαστικό, ταχέως μια
Μεταφράσεις: αγχώδης, προσεκτικός, ανήσυχος, έμφροντις, αδημονών, εδιαφερόμενος, σχολαστικό, ταχέως μια