Stisknutí στα ελληνικά
Μετάφραση: stisknutí, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζουλώ, στύβω, συμπίεση, στριμώχνω, Πιέζοντας, Πατώντας, πάτημα, πατήσετε, Αν πατήσετε
Μεταφράσεις
- dotace στα ελληνικά - υποτροφία, επίδομα, επιχορήγηση, προικοδότηση, χορηγώ, επιχορηγώ, επιδότηση, ...
- infekční στα ελληνικά - κολλητικός, μολυσματικός, μολυσματικών, λοιμώδη, λοιμωδών, μολυσματικές
- nadehtovat στα ελληνικά - κατράμι, ναύτης, πίσσα
- nedostupnost στα ελληνικά - διαθεσιμότητας, μη διαθεσιμότητα, μη διαθεσιμότητας, έλλειψη, της μη διαθεσιμότητας
Τυχαίες λέξεις
Stisknutí στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζουλώ, στύβω, συμπίεση, στριμώχνω, Πιέζοντας, Πατώντας, πάτημα, πατήσετε, Αν πατήσετε
Μεταφράσεις: ζουλώ, στύβω, συμπίεση, στριμώχνω, Πιέζοντας, Πατώντας, πάτημα, πατήσετε, Αν πατήσετε