Stupňování στα ελληνικά

Μετάφραση: stupňování, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύγκριση, παραβολή, αποφοίτηση, διαβάθμιση, διαβάθμισης, κλιμάκωση, διαβαθμίσεις, διαβαθμίσεων
Stupňování στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aproximace στα ελληνικά - προσέγγιση, προσεγγίσεως, προσέγγισης, την προσέγγιση
  • bezvýraznost στα ελληνικά - κενή θέση, χηρεία, κενής θέσεως, κενής θέσης, κενών θέσεων
  • každý στα ελληνικά - όλοι, είτε, ούτε, κανείς, κανένας, κάθε, οποιοσδήποτε, ...
  • opěra στα ελληνικά - υπόλοιπο, ανάπαυση, υπόλοιπη, ανάπαυσης, υπόλοιπα
Τυχαίες λέξεις
Stupňování στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύγκριση, παραβολή, αποφοίτηση, διαβάθμιση, διαβάθμισης, κλιμάκωση, διαβαθμίσεις, διαβαθμίσεων