Tíseň στα ελληνικά
Μετάφραση: tíseň, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θλίψη, καταδυνάστευση, καταπίεση, πορθμός, καημός, αγωνία, πίεση, ατυχία, δυστυχία, απελπισία, δυσφορίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akcie στα ελληνικά - μοιράζω, κλήρος, μοιράζομαι, μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, μετοχικού, ...
- demolice στα ελληνικά - κατεδάφιση, κατεδάφισης, κατεδαφίσεων, κατεδαφίσεις, την κατεδάφιση
- inklinovat στα ελληνικά - περιποιούμαι, άπαχος, γέρνω, ακουμπώ, κλίνω, επιμελούμαι, τείνουν, ...
- korektor στα ελληνικά - διορθωτής, διορθωτή, διόρθωσης, corrector, διόρθωσης της
Τυχαίες λέξεις
Tíseň στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θλίψη, καταδυνάστευση, καταπίεση, πορθμός, καημός, αγωνία, πίεση, ατυχία, δυστυχία, απελπισία, δυσφορίας
Μεταφράσεις: θλίψη, καταδυνάστευση, καταπίεση, πορθμός, καημός, αγωνία, πίεση, ατυχία, δυστυχία, απελπισία, δυσφορίας