Učeň στα ελληνικά
Μετάφραση: učeň, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δόκιμος, εκπαιδευόμενος, τσιράκι, μαθητευόμενος, μαθητευόμενο, μαθητευόμενου, μαθητείας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fouknout στα ελληνικά - τολύπη, πλήγμα, χτύπημα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
- jezdecký στα ελληνικά - ιππικός, ιππική, ιππικό, ιππικές, ιππικά
- leták στα ελληνικά - ράμφος, φυλλάδιο, λογαριασμός, δείγμα, νομοσχέδιο, αεροπόρος, τακτικών επιβατών, ...
- masívnost στα ελληνικά - συμπαγές, μαζικότητα, την μαζικότητα, μαζικότητά, μαζικοποίησή
Τυχαίες λέξεις
Učeň στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δόκιμος, εκπαιδευόμενος, τσιράκι, μαθητευόμενος, μαθητευόμενο, μαθητευόμενου, μαθητείας
Μεταφράσεις: δόκιμος, εκπαιδευόμενος, τσιράκι, μαθητευόμενος, μαθητευόμενο, μαθητευόμενου, μαθητείας