Učinit στα ελληνικά

Μετάφραση: učinit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάχνω, εξαναγκάζω, προσφέρω, καθιστώ, κάνω, κατασκευάζω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Učinit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lidství στα ελληνικά - ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα
  • míšený στα ελληνικά - Ημίαιμος, μισή το αίμα, το μισό του αίματος, μισό του αίματος του
  • nepotřebný στα ελληνικά - άνεργος, πλεονάζων, ανωφελής, περιττός, υπεράριθμος, τεμπέλης, ανεπιθύμητος, ...
  • němota στα ελληνικά - μουγγαμάρα
Τυχαίες λέξεις
Učinit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάχνω, εξαναγκάζω, προσφέρω, καθιστώ, κάνω, κατασκευάζω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν