Ukamenovat στα ελληνικά
Μετάφραση: ukamenovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, φτιαγμένος, πέτρινη, λιθοβολήθηκε, λιθοβολούνται, χωρίς πυρήνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- derivovat στα ελληνικά - παράγομαι, προέρχομαι, αντλώ, διαφοροποιούν, διαφοροποίηση, διαφοροποιούνται, διαφοροποιηθούν, ...
- lemování στα ελληνικά - ρέλι, μεθόριος, σύνορο, σωλήνωση, σωλήνες, σωληνώσεων, σωληνώσεις, ...
- nepoměrný στα ελληνικά - δυσανάλογα, δυσανάλογη, δυσανάλογο, δυσανάλογες, δυσανάλογης
- okrouhlost στα ελληνικά - στρογγυλότητα
Τυχαίες λέξεις
Ukamenovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, φτιαγμένος, πέτρινη, λιθοβολήθηκε, λιθοβολούνται, χωρίς πυρήνα
Μεταφράσεις: λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, φτιαγμένος, πέτρινη, λιθοβολήθηκε, λιθοβολούνται, χωρίς πυρήνα