Usazovat στα ελληνικά

Μετάφραση: usazovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενσωματώνω, επισπεύδω, σφηνώνω, μπήγω, περιζώνω, καταλύω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Usazovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • filtrování στα ελληνικά - διήθηση, Φιλτράρισμα, το Φιλτράρισμα, Φιλτράρισμα των, το Φιλτράρισμα των, Φιλτραρίσματος
  • nezpůsobný στα ελληνικά - ανάγωγος, ε κακούς τρόπους, κακούς τρόπους
  • nádržka στα ελληνικά - δεξαμενή, δεξαμενής, δοχείο, ταμιευτήρα, ρεζερβουάρ
  • ondulace στα ελληνικά - κύμα, περμανάντ, Perm, Περμ, Επιτρεπόμενη ένταση, Επιτρεπόμενη
Τυχαίες λέξεις
Usazovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενσωματώνω, επισπεύδω, σφηνώνω, μπήγω, περιζώνω, καταλύω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση