Vůle στα ελληνικά

Μετάφραση: vůle, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέληση, βούληση, διαθήκη, προαίρεση, θα, θα είναι, θα το
Vůle στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cedit στα ελληνικά - ένταση, γένος, τάση, στέλεχος, στελέχους
  • etnologický στα ελληνικά - εθνολογικός, Εθνολογικό, εθνολογική, εθνολογικής, εθνολογικά
  • kolosální στα ελληνικά - τέρας, τραγελαφικός, κτήνος, κολοσσιαίος, κολοσσιαίο, κολοσσιαία, τεράστια, ...
  • nadání στα ελληνικά - προσδοκία, ικανότητα, ταλέντο, προικοδότηση, δώρο, χάρισμα, πεσκέσι, ...
Τυχαίες λέξεις
Vůle στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέληση, βούληση, διαθήκη, προαίρεση, θα, θα είναι, θα το