Velitelský στα ελληνικά
Μετάφραση: velitelský, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτακτικός, αυταρχικός, αλαζονικός, προστακτική, δεσποτικός, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dorost στα ελληνικά - νεότητα, μικρός, νέος, νεαρός, κουτάβι, κουταβιού, το κουτάβι, ...
- fyzika στα ελληνικά - φυσική, Φυσικής, της φυσικής, τη φυσική, Physics
- nestvůrný στα ελληνικά - τραγελαφικός, τερατώδης, τερατώδες, τερατώδη, τερατώδεις, τερατώδους
- oktan στα ελληνικά - οκτάνιο, οκτανίου, οκτανίων, οκτανο, οκτάνια
Τυχαίες λέξεις
Velitelský στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτακτικός, αυταρχικός, αλαζονικός, προστακτική, δεσποτικός, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο
Μεταφράσεις: επιτακτικός, αυταρχικός, αλαζονικός, προστακτική, δεσποτικός, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο