Αυταρχικός στα τσεχικά
Μετάφραση: αυταρχικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
panovačný, velitelský, pánovitý, panovačná
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυταρχικός
αυταρχικός συνώνυμα, αυταρχικός σύντροφος, αυταρχικός λεξικό, αυταρχικός πατέρας, αυταρχικός δάσκαλος, αυταρχικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, αυταρχικός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αυταπόδεικτος στα τσεχικά - axiomatický, samozřejmý, axiomatické
- αυταρέσκεια στα τσεχικά - potěšení, spokojenost, uspokojení, samolibost
- αυτεξούσιος στα τσεχικά - osvobodit, bezplatný, svobodný, zbavit, suverén, suverénní, volně, ...
- αυτοβιογραφία στα τσεχικά - autobiografie, Autobiography, autobiografii, životopis, O autorce
Τυχαίες λέξεις
Αυταρχικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: panovačný, velitelský, pánovitý, panovačná
Μεταφράσεις: panovačný, velitelský, pánovitý, panovačná