Vláčet στα ελληνικά

Μετάφραση: vláčet, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σβάρνα, σέρνω, αποστάσεων, ανάσυρση, ανάσυρσης, προορισμούς, αποστάσεις
Vláčet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aparát στα ελληνικά - τέχνασμα, συσκευή, μηχάνημα, συσκευής, συσκευές, συσκευών, διάταξη
  • artyčok στα ελληνικά - αγκινάρα, αγκινάρας, της αγκινάρας, αγκινάρες, την αγκινάρα
  • dospívat στα ελληνικά - ωριμάζω, μεστός, μεστώνω, ώριμος, ωριμάζουν, ωριμάσουν, ωριμάσει, ...
  • napřed στα ελληνικά - πριν, προτού, πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτου
Τυχαίες λέξεις
Vláčet στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σβάρνα, σέρνω, αποστάσεων, ανάσυρση, ανάσυρσης, προορισμούς, αποστάσεις