Vlastní στα ελληνικά

Μετάφραση: vlastní, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσωπικός, της], κατέχω, παράδοξος, παράξενος, περιστατικό, επεισόδιο, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Vlastní στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chromatický στα ελληνικά - χρωματικός, χρωματική, χρωματικές, χρωματικό, χρωματικής
  • dle στα ελληνικά - έπειτα, μετά, σύμφωνα με, σύμφωνα με την, ανάλογα με, σύμφωνα με το, σύμφωνα με τις
  • kopulace στα ελληνικά - συνουσία, ζευγάρωμα, ζευγαρώματος, συνουσίας, το ζευγάρωμα
  • kraksna στα ελληνικά - καφάσι, στάμνα, παλαιό αυτοκίνητο, jalopy
Τυχαίες λέξεις
Vlastní στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσωπικός, της], κατέχω, παράδοξος, παράξενος, περιστατικό, επεισόδιο, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική